Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
View word page
διηπειρόω
to make dry land of

ShortDef

to make dry land of

Debugging

Headword:
διηπειρόω
Headword (normalized):
διηπειρόω
Headword (normalized/stripped):
διηπειροω
IDX:
22781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22782
Key:

Data

{'content': 'to make dry land of'}