Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
View word page
διηνεκής
continuous, unbroken

ShortDef

continuous, unbroken

Debugging

Headword:
διηνεκής
Headword (normalized):
διηνεκής
Headword (normalized/stripped):
διηνεκης
IDX:
22779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22780
Key:

Data

{'content': 'continuous, unbroken'}