Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
View word page
διημερόω
cultivate thoroughly

ShortDef

cultivate thoroughly

Debugging

Headword:
διημερόω
Headword (normalized):
διημερόω
Headword (normalized/stripped):
διημεροω
IDX:
22777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22778
Key:

Data

{'content': 'cultivate thoroughly'}