Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
View word page
διημερεύω
to stay through the day, pass the day

ShortDef

to stay through the day, pass the day

Debugging

Headword:
διημερεύω
Headword (normalized):
διημερεύω
Headword (normalized/stripped):
διημερευω
IDX:
22775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22776
Key:

Data

{'content': 'to stay through the day, pass the day'}