Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
View word page
διήλυσις
passage through
ShortDef
passage through
Debugging
Headword:
διήλυσις
Headword (normalized):
διήλυσις
Headword (normalized/stripped):
διηλυσις
IDX:
22773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22774
Key:
Data
{'content': 'passage through'}