Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
View word page
διηλόω
drive a nail through, nail fast

ShortDef

drive a nail through, nail fast

Debugging

Headword:
διηλόω
Headword (normalized):
διηλόω
Headword (normalized/stripped):
διηλοω
IDX:
22772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22773
Key:

Data

{'content': 'drive a nail through, nail fast'}