Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
View word page
διηλλαγμένως
differently

ShortDef

differently

Debugging

Headword:
διηλλαγμένως
Headword (normalized):
διηλλαγμένως
Headword (normalized/stripped):
διηλλαγμενως
IDX:
22771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22772
Key:

Data

{'content': 'differently'}