Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
View word page
διηλιφής
sleek with unguents

ShortDef

sleek with unguents

Debugging

Headword:
διηλιφής
Headword (normalized):
διηλιφής
Headword (normalized/stripped):
διηλιφης
IDX:
22770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22771
Key:

Data

{'content': 'sleek with unguents'}