Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
View word page
διήκω
to extend
ShortDef
to extend
Debugging
Headword:
διήκω
Headword (normalized):
διήκω
Headword (normalized/stripped):
διηκω
IDX:
22768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22769
Key:
Data
{'content': 'to extend'}