Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
View word page
διηκριβωμένως
exactly, carefully

ShortDef

exactly, carefully

Debugging

Headword:
διηκριβωμένως
Headword (normalized):
διηκριβωμένως
Headword (normalized/stripped):
διηκριβωμενως
IDX:
22767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22768
Key:

Data

{'content': 'exactly, carefully'}