Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διηγηματικός
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
View word page
διηκόσιοι
two hundred
ShortDef
two hundred
Debugging
Headword:
διηκόσιοι
Headword (normalized):
διηκόσιοι
Headword (normalized/stripped):
διηκοσιοι
IDX:
22766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22767
Key:
Data
{'content': 'two hundred'}