Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίζωος
δίζως
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
View word page
διηθέω
to strain through, filter

ShortDef

to strain through, filter

Debugging

Headword:
διηθέω
Headword (normalized):
διηθέω
Headword (normalized/stripped):
διηθεω
IDX:
22762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22763
Key:

Data

{'content': 'to strain through, filter'}