Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίζῳδος
δίζωος
δίζως
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηκόσιοι
διηκριβωμένως
διήκω
διηλιόω
διηλιφής
διηλλαγμένως
View word page
διηέριος
through the air

ShortDef

through the air

Debugging

Headword:
διηέριος
Headword (normalized):
διηέριος
Headword (normalized/stripped):
διηεριος
IDX:
22761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22762
Key:

Data

{'content': 'through the air'}