Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
δίζυξ
δίζω
δίζῳδος
δίζωος
δίζως
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
View word page
δίζως
of double form
ShortDef
of double form
Debugging
Headword:
δίζως
Headword (normalized):
δίζως
Headword (normalized/stripped):
διζως
IDX:
22753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22754
Key:
Data
{'content': 'of double form'}