Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
δίζυξ
δίζω
δίζῳδος
δίζωος
δίζως
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
View word page
δίζωος
with two lives

ShortDef

with two lives

Debugging

Headword:
δίζωος
Headword (normalized):
δίζωος
Headword (normalized/stripped):
διζωος
IDX:
22752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22753
Key:

Data

{'content': 'with two lives'}