Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
δίζυξ
δίζω
δίζῳδος
δίζωος
δίζως
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
View word page
δίζω
to be in doubt, at a loss
ShortDef
to be in doubt, at a loss
Debugging
Headword:
δίζω
Headword (normalized):
δίζω
Headword (normalized/stripped):
διζω
IDX:
22750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22751
Key:
Data
{'content': 'to be in doubt, at a loss'}