Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
δίζυξ
δίζω
δίζῳδος
δίζωος
δίζως
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
View word page
δίζυξ
double-yoked
ShortDef
double-yoked
Debugging
Headword:
δίζυξ
Headword (normalized):
δίζυξ
Headword (normalized/stripped):
διζυξ
IDX:
22749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22750
Key:
Data
{'content': 'double-yoked'}