Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
δίζυξ
δίζω
δίζῳδος
δίζωος
δίζως
View word page
διεψευσμένως
altogether falsely

ShortDef

altogether falsely

Debugging

Headword:
διεψευσμένως
Headword (normalized):
διεψευσμένως
Headword (normalized/stripped):
διεψευσμενως
IDX:
22743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22744
Key:

Data

{'content': 'altogether falsely'}