Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
δίζυξ
δίζω
δίζῳδος
δίζωος
View word page
διέχω
to keep apart; to be apart, distant

ShortDef

to keep apart; to be apart, distant

Debugging

Headword:
διέχω
Headword (normalized):
διέχω
Headword (normalized/stripped):
διεχω
IDX:
22742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22743
Key:

Data

{'content': 'to keep apart; to be apart, distant'}