Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
δίζυξ
δίζω
δίζῳδος
View word page
διεχθρεύω
enmity

ShortDef

enmity

Debugging

Headword:
διεχθρεύω
Headword (normalized):
διεχθρεύω
Headword (normalized/stripped):
διεχθρευω
IDX:
22741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22742
Key:

Data

{'content': 'enmity'}