Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
View word page
δίεφθος
well-boiled

ShortDef

well-boiled

Debugging

Headword:
δίεφθος
Headword (normalized):
δίεφθος
Headword (normalized/stripped):
διεφθος
IDX:
22738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22739
Key:

Data

{'content': 'well-boiled'}