Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζημαι
δίζησις
View word page
διευτυχέω
to continue prosperous

ShortDef

to continue prosperous

Debugging

Headword:
διευτυχέω
Headword (normalized):
διευτυχέω
Headword (normalized/stripped):
διευτυχεω
IDX:
22736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22737
Key:

Data

{'content': 'to continue prosperous'}