Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
View word page
διευτονέω
make one's way through, win through
ShortDef
make one's way through, win through
Debugging
Headword:
διευτονέω
Headword (normalized):
διευτονέω
Headword (normalized/stripped):
διευτονεω
IDX:
22734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22735
Key:
Data
{'content': "make one's way through, win through"}