Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
διέχω
View word page
διευτακτέω
pay interestregularly

ShortDef

pay interestregularly

Debugging

Headword:
διευτακτέω
Headword (normalized):
διευτακτέω
Headword (normalized/stripped):
διευτακτεω
IDX:
22732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22733
Key:

Data

{'content': 'pay interestregularly'}