Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευλαβητέος
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
διεχθρεύω
View word page
διευσχημονέω
to preserve decorum

ShortDef

to preserve decorum

Debugging

Headword:
διευσχημονέω
Headword (normalized):
διευσχημονέω
Headword (normalized/stripped):
διευσχημονεω
IDX:
22731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22732
Key:

Data

{'content': 'to preserve decorum'}