Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διευλαβητέον
διευλαβητέος
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεύω
δίεφθος
διέχεια
διεχής
View word page
διευρύνω
dilate
ShortDef
dilate
Debugging
Headword:
διευρύνω
Headword (normalized):
διευρύνω
Headword (normalized/stripped):
διευρυνω
IDX:
22730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22731
Key:
Data
{'content': 'dilate'}