Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευκρινημένως
διευκρινής
διευκρίνησις
διευλαβέομαι
διευλαβητέον
διευλαβητέος
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
View word page
διευνάω
to lay asleep

ShortDef

to lay asleep

Debugging

Headword:
διευνάω
Headword (normalized):
διευνάω
Headword (normalized/stripped):
διευναω
IDX:
22726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22727
Key:

Data

{'content': 'to lay asleep'}