Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
διευθύνω
διευκρινέω
διευκρινημένως
διευκρινής
διευκρίνησις
διευλαβέομαι
διευλαβητέον
διευλαβητέος
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
View word page
διευλαβητέον
one must take heed to

ShortDef

one must take heed to

Debugging

Headword:
διευλαβητέον
Headword (normalized):
διευλαβητέον
Headword (normalized/stripped):
διευλαβητεον
IDX:
22720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22721
Key:

Data

{'content': 'one must take heed to'}