Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
διευθύνω
διευκρινέω
διευκρινημένως
διευκρινής
διευκρίνησις
διευλαβέομαι
διευλαβητέον
διευλαβητέος
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
View word page
διευλαβέομαι
to take good heed to, beware of, be on one's guard against

ShortDef

to take good heed to, beware of, be on one's guard against

Debugging

Headword:
διευλαβέομαι
Headword (normalized):
διευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
διευλαβεομαι
IDX:
22719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22720
Key:

Data

{'content': "to take good heed to, beware of, be on one's guard against"}