Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διετία
διετίζω
διευεργετέω
διευημερέω
διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
διευθύνω
διευκρινέω
διευκρινημένως
διευκρινής
διευκρίνησις
διευλαβέομαι
διευλαβητέον
διευλαβητέος
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
View word page
διευκρινέω
to separate accurately, arrange carefully

ShortDef

to separate accurately, arrange carefully

Debugging

Headword:
διευκρινέω
Headword (normalized):
διευκρινέω
Headword (normalized/stripped):
διευκρινεω
IDX:
22715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22716
Key:

Data

{'content': 'to separate accurately, arrange carefully'}