Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διετήσιος
διετία
διετίζω
διευεργετέω
διευημερέω
διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
διευθύνω
διευκρινέω
διευκρινημένως
διευκρινής
διευκρίνησις
διευλαβέομαι
διευλαβητέον
διευλαβητέος
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
View word page
διευθύνω
to set right, amend

ShortDef

to set right, amend

Debugging

Headword:
διευθύνω
Headword (normalized):
διευθύνω
Headword (normalized/stripped):
διευθυνω
IDX:
22714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22715
Key:

Data

{'content': 'to set right, amend'}