Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διευεργετέω
διευημερέω
διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
διευθύνω
διευκρινέω
διευκρινημένως
διευκρινής
διευκρίνησις
διευλαβέομαι
View word page
διευθετέω
set in order

ShortDef

set in order

Debugging

Headword:
διευθετέω
Headword (normalized):
διευθετέω
Headword (normalized/stripped):
διευθετεω
IDX:
22709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22710
Key:

Data

{'content': 'set in order'}