Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διευεργετέω
διευημερέω
διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
διευθύνω
View word page
διετήσιος
lasting through the year

ShortDef

lasting through the year

Debugging

Headword:
διετήσιος
Headword (normalized):
διετήσιος
Headword (normalized/stripped):
διετησιος
IDX:
22704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22705
Key:

Data

{'content': 'lasting through the year'}