Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διευεργετέω
διευημερέω
διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
View word page
διετής
of or lasting two years

ShortDef

of or lasting two years

Debugging

Headword:
διετής
Headword (normalized):
διετής
Headword (normalized/stripped):
διετης
IDX:
22703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22704
Key:

Data

{'content': 'of or lasting two years'}