Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διευεργετέω
διευημερέω
διευθετέω
διευθέτησις
View word page
διεστραμμένως
perversely
ShortDef
perversely
Debugging
Headword:
διεστραμμένως
Headword (normalized):
διεστραμμένως
Headword (normalized/stripped):
διεστραμμενως
IDX:
22700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22701
Key:
Data
{'content': 'perversely'}