Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διευεργετέω
διευημερέω
διευθετέω
View word page
διεσπουδασμένως
diligently

ShortDef

diligently

Debugging

Headword:
διεσπουδασμένως
Headword (normalized):
διεσπουδασμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσπουδασμενως
IDX:
22699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22700
Key:

Data

{'content': 'diligently'}