Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγαθύνω
ἀγάθωμα
Ἀγάθων
Ἀγαθωνίδας
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγαῖος
ἀγαῖος2
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
Ἀγακλῆς
ἀγακτιμένη
ἀγακτίμενος
ἀγαλακτία
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
View word page
Ἀγακλῆς
Agacles, a Myrmidon [for adj. see -εής]
ShortDef
Agacles, a Myrmidon [for adj. see -εής]
Debugging
Headword:
Ἀγακλῆς
Headword (normalized):
ἀγακλῆς
Headword (normalized/stripped):
αγακλης
IDX:
226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-227
Key:
Data
{'content': 'Agacles, a Myrmidon [for adj. see -εής]'}