Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διευεργετέω
διευημερέω
View word page
διεσπασμένως
intermittently

ShortDef

intermittently

Debugging

Headword:
διεσπασμένως
Headword (normalized):
διεσπασμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσπασμενως
IDX:
22698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22699
Key:

Data

{'content': 'intermittently'}