Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
View word page
διεσμιλευμένως
in polished style

ShortDef

in polished style

Debugging

Headword:
διεσμιλευμένως
Headword (normalized):
διεσμιλευμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσμιλευμενως
IDX:
22696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22697
Key:

Data

{'content': 'in polished style'}