Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
διετής
διετήσιος
διετία
View word page
διεσκεμμένως
prudently

ShortDef

prudently

Debugging

Headword:
διεσκεμμένως
Headword (normalized):
διεσκεμμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσκεμμενως
IDX:
22695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22696
Key:

Data

{'content': 'prudently'}