Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διετηρίς
View word page
διεσθίω
to eat through
ShortDef
to eat through
Debugging
Headword:
διεσθίω
Headword (normalized):
διεσθίω
Headword (normalized/stripped):
διεσθιω
IDX:
22692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22693
Key:
Data
{'content': 'to eat through'}