Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
διεσπουδασμένως
View word page
διερῶ
to say fully, distinctly, expressly

ShortDef

to say fully, distinctly, expressly

Debugging

Headword:
διερῶ
Headword (normalized):
διερῶ
Headword (normalized/stripped):
διερω
IDX:
22689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22690
Key:

Data

{'content': 'to say fully, distinctly, expressly'}