Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
διεσμιλευμένως
διεσπαρμένως
διεσπασμένως
View word page
διέρχομαι
to go through, pass through

ShortDef

to go through, pass through

Debugging

Headword:
διέρχομαι
Headword (normalized):
διέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
διερχομαι
IDX:
22688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22689
Key:

Data

{'content': 'to go through, pass through'}