Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
διεσκεμμένως
View word page
δίερσις
drawing through

ShortDef

drawing through

Debugging

Headword:
δίερσις
Headword (normalized):
δίερσις
Headword (normalized/stripped):
διερσις
IDX:
22685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22686
Key:

Data

{'content': 'drawing through'}