Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
δίεσις
View word page
διερριμμένως
in a disjointed way

ShortDef

in a disjointed way

Debugging

Headword:
διερριμμένως
Headword (normalized):
διερριμμένως
Headword (normalized/stripped):
διερριμμενως
IDX:
22684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22685
Key:

Data

{'content': 'in a disjointed way'}