Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διερωτητέον
διεσθίω
διεσιαῖος
View word page
διέρπω
to creep
ShortDef
to creep
Debugging
Headword:
διέρπω
Headword (normalized):
διέρπω
Headword (normalized/stripped):
διερπω
IDX:
22683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22684
Key:
Data
{'content': 'to creep'}