Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
View word page
διερμηνευτικός
interpretative

ShortDef

interpretative

Debugging

Headword:
διερμηνευτικός
Headword (normalized):
διερμηνευτικός
Headword (normalized/stripped):
διερμηνευτικος
IDX:
22679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22680
Key:

Data

{'content': 'interpretative'}