Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
διερύκω
διέρχομαι
View word page
διερμηνευτής
an interpreter

ShortDef

an interpreter

Debugging

Headword:
διερμηνευτής
Headword (normalized):
διερμηνευτής
Headword (normalized/stripped):
διερμηνευτης
IDX:
22678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22679
Key:

Data

{'content': 'an interpreter'}