Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
διέρυθρος
View word page
διερμήνευσις
parleying

ShortDef

parleying

Debugging

Headword:
διερμήνευσις
Headword (normalized):
διερμήνευσις
Headword (normalized/stripped):
διερμηνευσις
IDX:
22676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22677
Key:

Data

{'content': 'parleying'}