Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διερείκω
διέρεισμα
διερεισμός
διερειστέον
διερέσσω
διερευνάω
διερεύνησις
διερευνητέον
διερευνητής
διερέω
διερίζω
διερμήνευσις
διερμηνευτέον
διερμηνευτής
διερμηνευτικός
διερμηνεύω
διέρομαι
διερός
διέρπω
διερριμμένως
δίερσις
View word page
διερίζω
to strive with one another
ShortDef
to strive with one another
Debugging
Headword:
διερίζω
Headword (normalized):
διερίζω
Headword (normalized/stripped):
διεριζω
IDX:
22675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22676
Key:
Data
{'content': 'to strive with one another'}